σαπρόκνημος

σαπρόκνημος
-ον, Α
1. αυτός που προκαλεί σήψη στις κνήμες («σαπρόκνημα ἔλκη», Διοσκ.)
2. αυτός που έχει σαπρές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + -κνημος (< κνήμη), πρβλ. λευκό-κνημος, παχύ-κνημος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαπροκνήμους — σαπρόκνημος rotting the legs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπροκνήμων — σαπρόκνημος rotting the legs masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”